- ἀχειροποίητος
- ἀ-χειρο-ποίητος, nicht mit Händen gemacht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀχειροποίητος — not made by hands masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειροποίητος — η, ο (AM ἀχειροποίητος, ον) (συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου αρχ. φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος) … Dictionary of Greek
αχειροποίητος — η, ο αυτός που δεν έγινε από ανθρώπινο χέρι: Μερικές εικόνες θεωρούνται αχειροποίητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχειροποιήτως — ἀχειροποίητος not made by hands adverbial ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποίητον — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc sg ἀχειροποίητος not made by hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτοις — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτου — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτους — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτων — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτῳ — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποίητα — ἀχειροποίητος not made by hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)